- ἀλλόκοτον
- ἀλλόκοτοςof unusual naturemasc/fem acc sgἀλλόκοτοςof unusual natureneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αλλόκοτος — η, ο (Α ἀλλόκοτος, ον) ο ασυνήθιστος στη μορφή ή τη φύση, παράδοξος, τερατώδης αρχ. φρ. «ἀλλόκοτον ὄνομα», παράδοξη, ασυνήθιστη λέξη «ἀλλόκοτον πράγμα», δυσάρεστο, σκληρό, φοβερό πράγμα, φοβερή υπόθεση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλο * + κότος «οργή, έχθρα,… … Dictionary of Greek
MILETUS — I. MILETUS fil. Apollinis, et Argeae Cleochi filiae, vel ut Ovid. habet, Deiones, qui cum Minoa Cretensium regem iam senem regnô privare vellet, a Iove territus in Samum, deindein Cariam Asiae regionem fugit, ibique opidum condidit, quod de suo… … Hofmann J. Lexicon universale
συνθήκη — Ο όρος συνθήκη, στην ευρύτερη σημασία του, περιλαμβάνει τις συμφωνίες μεταξύ δύο ή περισσότερων υποκείμενων διεθνούς δικαίου, οι οποίες έχουν ως αντικείμενο να δημιουργήσουν, να τροποποιήσουν ή να καταργήσουν διεθνείς έννομες σχέσεις. Στη… … Dictionary of Greek
τριφυής — ές, ΜΑ αυτός που έχει τριπλή φύση, που έχει τρεις μορφές ενωμένες σε ενιαίο οργανισμό, όπως η χίμαιρα, που είχε κεφάλι λέαινας, σώμα γίδας και ουρά φιδιού («θηρίον αλλόκοτον τριφυές τε καὶ τρίμορφον», Θεόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + φυής (< φύω… … Dictionary of Greek